- δοξασμός
- δοξ-ασμός, ὁ,A formation of opinions,
κατὰ δοξασμόν Chrysipp.Stoic. 2.107
.II glorification, Sm.Is.13.3, Al.2 Ki.22.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατὰ δοξασμόν Chrysipp.Stoic. 2.107
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δοξασμός — ο (AM δοξασμός) δοξολογία νεοελλ. η επίτευξη δόξας αρχ. διαμόρφωση γνώμης … Dictionary of Greek
δοξασμοῦ — δοξασμός formation of opinions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξασμόν — δοξασμός formation of opinions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek